Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δεν πρέπει ν'

  • 1 πρέπει

    απρόσ. (αόρ. έπρεπε)
    1) надо, нужно; следует; подобает;

    δεν πρέπει — не надо; — нельзя;

    πρέπει να υποθέσουμε — надо думать, полагать;

    καθώς ( — или όπως) πρέπει — как следует; — как полагается; — как подобает;

    θα τον περιποιηθώ καθώς πρέπει — я его приму как подобает;

    άνθρωπος καθώς πρέπει — безупречный человек;

    2) должно (быть, случиться и т. п.);

    πρέπει να βγεί... — должно выйти, получиться;

    3) быть достойным (кого-чего-л.); подходить (ком у-чему-л.);

    σένα σού πρέπει... — ты заслужил...;

    δεν τού πρέπει η σύζυγος του его жена ему не пара;
    4):

    πρέπει να... (+ αόρ. — или πρκ.) — очевидно, видимо, должно быть, вероятно, наверно;

    πρέπει να έφτασε το βαπόρι — пароход, должно быть, прибыл;

    κάνει πολλή υγρασία απόψε, πρέπει κάπου νά 'χει βρέξει — очень сыро сегодня вечером, вероятно где-то прошёл дождь;

    5):

    μου (σού, τού κ. τ. λ.) πρέπει — мне (тебе, ему и т. д.) идёт, мне (тебе, ему и т. д.) к лицу;

    γ επρεπε να τον είχες δεί πώς φώναζε надо было тебе видеть (или если бы ты видел), как он кричал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρέπει

  • 2 Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει

    Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
    – Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά
    – Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
    – Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη
    Копейка рубль бережет
    Без копейки рубля не бывает
    Из гроша рубли растут
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει

  • 3 Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες

    Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
    – Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά
    – Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
    – Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη
    Копейка рубль бережет
    Без копейки рубля не бывает
    Из гроша рубли растут
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες

  • 4 αφήνω

    (αόρ. άφηκα, αφήκα и άφησα, παθ. αόρ. αφέθηκα) μετ.
    1) выпускать, отпускать;

    αφήνω να πέσει κάτι — выпускать из рук, ронять;

    2) выпускать, отпускать, освобождать;

    αφήνω ελεύθερο — или αφήνω να βγεί — выпускать на свободу, освобождать;

    αφήνω κάποιον ελεύθερο — освобождать кого-л. (из тюрьмы и т. п.);

    άφησε τον καημό του να ξεσπάσει он дал выход своему горю;
    μην τον αφήσεις (να φύγει) не отпускай его, не разрешай ему уйти; 3) ставить, класть;

    αφήνω κάτω κάτι

    ставить на землю что-л.;

    αφήνω κάτι κάπου — класть что-л, на место;

    4) выпускать, упускать;

    αφήνω να μού ξεφύγει ( — или διαφύγει) κάτι — упустить что-л, из виду;

    μην αφήσεις την ευκαιρία не упускай случая;
    5) выпускать, испускать;

    αφήνω μιά φωνή — вскрикнуть;

    6) перен. пускать, позволять, разрешать;
    άφησε με να περάσω позволь мне пройти; 7) оставлять, покидать; расставаться (с кем-чем-л.); бросать (человека, дело и т. п.);

    αφήν τό πόστο μου — оставлять свой пост;

    άφησε το παιδί του στην κούνια δυό χρονών он расстался со своим ребёнком, когда тому было два года;

    αφήνω στην τύχη — или αφήνω ερμαιο της τύχης — бросить на произвол судьбы;

    αφήνω την γυναίκα μου — бросать жену;

    αφήν στο δρόμο — оставлять беззащитными, беспомощными;

    τό άφησε στη μέση он не довёл это до конца;

    αφήνω τό ζήτημα άλυτο — оставить вопрос нерешённым;

    τα χαράματα αφήσαμε το χωριό на рассвете мы покинули деревню;
    8) оставлять (кому-л. что-л.); τα 'φάγε όλα, τίποτε δεν άφησε а) он всё съел, ничего не оставил; б) он промотал, протратил всё без остатка;

    αφήνω σ'άνάμνηση — оставлять на память;

    9) оставлять, завещать;
    άφησε στα παιδιά του πολλά χρήματα он оставил своим детям много денег; 10) оставлять, доверять, поручать;

    αφήνω κάποιον στο πόδι μου — назначить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. вместо себя;

    μου άφησε το παιδί του он мне оставил своего ребёнка;
    11) уступать в цене; продавать со скидкой; 12) оставить в стороне, обойти; δεξιά αφήσαμε το ποτάμι река осталась с правой стороны; 13) приносить, давать доход;

    τό μαγαζί δεν αφήνει τίποτε — магазин не приносит дохода;

    14) дать срок, время; отсрочить, отложить;
    άφησε με να σκεφθώ дай мне подумать; άφησε το γράψιμο γι' αργότερα отложи письмо на более позднее время; 15) бросать, переставать; отказываться (от чего-л.);

    αφήν τό πιοτό (τον καπνό) — бросать пить (курить);

    δεν τ' άφησ' ακόμα τα δικά του он ещё не отказался от своих привычек;
    αφήστε τ' αστεία бросьте шутить; шутки в сторону; 16) (в формулах прощания):

    σ' αφήν την καλή νυχτιά — уходя, желаю тебе доброй ночи;

    αφήνω γεια — я прощаюсь, до свидания;

    αφήνω γεια της φτώχειας — распрощаться с бедностью;

    § αφήνω τα γένεια μου — отпускать бороду;

    αφήνω πού... — не говоря о том, что...;

    αφήνω κάποιον στον τόπο — убить, уложить кого-л. на месте;

    αφήνω κατά μέρος ( — или στη μπάντα) — а) оставить в стороне; — б) отложить;

    αφήνω χρήματα στη μπάντα — откладывать, копить деньги;

    αφήνω στην ίδια τάξη — оставить на второй Год;

    αφήνω πίσω — оставить позади;

    αφήνω την εντύπωση — оставить впечатление;

    μ' αφήνει γεια το παντελόνι — брюки уже износились;

    ο πάππους μας άφησε χρόνους (или γεια) дедушка приказал долго жить;

    οπως διαβάζει αφήνει τα μισά — читая, он половину пропускает;

    αφησέ τό! оставь!, брось!;
    αφήστε τα! оставьте!, бросьте!; άφησε με ήσυχο или άφησε με, σε παρακαλώ оставь меня в покое; ας τ' αφήσουμε αυτά оставим это;

    δεν τον αφήνεις! — оставь его, не трогай его;

    αφήνομαι

    1) — доверяться (кому-л.), полагаться (на кого-л.);

    αφήνομαι σε σας — или αφήνομαι επάνω σας — я на вас полагаюсь;

    δεν πρέπει ν' αφήνεται κανείς στη λύπη — не нужно поддаваться горю;

    αφήνομαι στην απόφαση σας — я заранее согласен с вашим решением, поступайте по своему усмотрению;

    2) демобилизоваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφήνω

  • 5 ἐν

    ἐν (in crasis
    1

    κἀν I. 4.25

    , I. 6.59 coni., but

    καὶ ἐν P. 9.40

    : repeated 13 times O. 2.43, O. 6.55, I. 5.30 etc.: follows noun governed 7 times O. 13.44, P. 9.69, Παρθ. 2. 7, etc.: governs only the second of two nouns P. 4.130, O. 7.12:

    ἐνί P. 6.18

    , Θρ. 7. 3, fr. 163: joined with

    ἐπὶ N. 5.2

    ,

    παρά N. 9.34

    ) A prep. c. dat.
    1 of time.
    a of point of time, in, at, on δεῖ σάμερον

    ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ O. 6.28

    κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους O. 6.32

    νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    [ κἀν (Mosch.: ἐν καὶ codd. vulgo: καὶ cod. unus) P. 1.35] ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ (sc. ἁμέρᾳ) P. 4.132

    τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37

    τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65

    ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίαςI. 8.44

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ Pae. 6.5

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντεὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.61

    τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ Pae. 15.1

    Ψμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον [Μοῖρα] σύμπρωτον λάβεν (Welcker: ἐργάμοισι cod.) Θρ. 3.. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.
    b during, within, in the course of

    ἐν ἁμέρᾳ O. 1.6

    ἐν παντὶ χρόνῳ O. 6.36

    ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ O. 6.100

    ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94

    ἐν μικρῷ χρόνῳ O. 12.12

    ἐν ὄρφναῖσι P. 1.23

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96

    ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127

    ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130

    [ ἐνχρόνῳ (Chaeris: ἄν codd.) P.4. 258]

    ἐν δὲ χρόνῳ P. 4.291

    , P. 8.15

    ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92

    τέκε ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.18

    ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ N. 3.16

    ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.70

    ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μὲν ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) N. 8.25 ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (Boeckh: πολυφθόροις ἐν codd.) N. 8.31 χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N.8.49. codd.) ἐν πολέμῳ N. 9.36. ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N.9.42. ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων

    μιν ὀμφαὶ κώμασαν N. 10.34

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59

    παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνεινN. 10.78

    ἐν δὲ χειμῶνι πλέων I. 2.42

    ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ I. 4.16

    ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ I. 4.36

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47

    καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (bis) I. 5.48—9. “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον ἘνυαλίουI. 6.54 ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.

    ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον Pae. 9.3

    ]βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ fr. 124d. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 2. μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1. ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131b. 3. πενταετηρὶς ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.
    c in the space of

    πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.82

    βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ P. 3.43

    τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59
    2 of place.
    a ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ. O. 1.24

    ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος O. 3.23

    ἐν Πίσᾳ O. 6.5

    ἐν Ὀλυμπίᾳ O. 6.26

    ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16

    ἐν Πίσᾳ O. 10.43

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    ἐν δὲ Πυθῶνι O. 2.39

    ἐν Δελφοῖσιν O. 13.43

    Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32

    ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι P. 3.27

    ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ P. 6.8

    Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς P. 6.18

    Πυθῶνος ἐν γυάλοις P. 8.63

    ἐν Πυθιάδι P. 8.84

    ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ P. 9.71

    ἀγῶνί τε Κίρρας, ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν P. 11.13

    ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν P. 11.15

    Καφισίδος ἐν τεμένει P. 12.27

    ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν N. 2.9

    ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι N. 6.34

    ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34

    ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23

    ἐν Κρίσᾳ I. 2.18

    χόρτοις ἐν λέοντος O. 13.44

    Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5

    ἐν Νεμέᾳ N. 2.23

    ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ N. 3.18

    κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ I. 3.12

    ἐν Νεμέᾳ I. 6.3

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτἐν ΝεμέᾳI. 6.48

    κλεινᾷ τἐν Ἰσθμῷ O. 7.81

    ἐν Κορίνθου πύλαις O. 9.86

    ἐν Ἰσθμιάδεσσιν O. 13.33

    ἐν δἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν O. 13.40

    ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς N. 2.21

    Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου N. 4.87

    ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι N. 6.39

    τρὶς μὲν' ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών N. 10.27

    Κορίνθου τἐν μυχοῖς N. 10.42

    ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ I. 3.11

    ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισἀρετά I. 5.17

    cf. ( Κόρινθον)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἐν ἄστει Πειράνας O. 13.61

    ἐν Θήβαισι O. 6.16

    τά τἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    ἐν Θήβαις O. 13.107

    ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    , P. 8.39 ἐν Κάδμου πύλαιςP. 8.47

    Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις N. 4.19

    ἐν Θήβαις N. 10.8

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει I. 5.30

    —3.

    ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις I. 8.16

    ἐ]ν ἑπταπύλοισι —[ (sc. Θήβαις) fr. 169. 47.

    κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.82

    ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι O. 13.38

    , N. 8.11

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 4.

    ἐν Σικελίᾳ O. 1.12

    ἐν Ἄργει O. 7.83

    ἐν Μεγάροισιν O. 7.86

    ἐν Μαραθῶνι O. 9.89

    ἐν Σπάρτᾳ P. 1.77

    ἐν Φθίᾳ P. 3.101

    ἐν δὲ ΝάξῳP. 4.88

    Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70

    ἐν Μεγάροις (ἐν secl. byz.) P. 8.78

    ἐν Ἄργει P. 9.112

    τῶν δἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις P. 11.32

    ἄειδ' ἐν Παλίῳ (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) N. 5.22

    ἐν Τροίᾳ N. 2.14

    ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18

    ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ I. 1.8

    ἐν Φυλάκᾳ I. 1.59

    ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34

    ἐν Ἐπιδαύρῳ I. 8.68

    ]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ[ Δ. 1.. ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ ] ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ fr. 123. 13.

    Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς O. 9.59

    ἐν Παλίου σφυροῖς P. 2.45

    Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοιςP. 4.16 Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμναςP. 4.20

    Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.80

    ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49

    μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος P. 8.79

    Πίνδου κλεεναῖς ἐν πτυχαῖς P. 9.15

    Αἰγίνᾳ τε γὰρ Νίσου τἐν λόφῳ P. 9.91

    τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος P. 9.98

    ἐν πεδίῳ Φλέγρας N. 1.67

    Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.46

    ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56

    ζαθεᾶς Πάρου ἐν γυάλοις fr. 140a. 63 (37). ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7.

    ἐν δρόμοισι O. 1.21

    ἐν δρόμοις O. 1.94

    ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε O. 2.43

    —4.

    Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112

    ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων N. 11.14

    ἔν τ' ἀέθλοισι I. 1.18

    ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23

    ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι I. 5.6

    ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7

    ]ἐν δαιτί τε πα[ Πα. 13a. 21.

    ἐν οἴκῳ O. 6.48

    μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις P. 2.33

    ἐν θαλάμῳ P. 3.11

    τείχει ἐν ξυλίνῳ P. 3.38

    ἐν λέχεσινP. 4.51 πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματιP. 4.53 ἄλλοις ἐν τείχεσιν” P.4.268. “ ἐν δώμασιP. 4.113

    θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.69

    ἐν μεγάρῳ N. 1.31

    Φιλύρας ἐν δόμοις N. 3.43

    ἐν λέκτροις Ἀκάστου N. 5.30

    Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις I. 7.6

    ἐν μεγάροις Δ. 2.. ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.58

    ἐν Οὐλύμπῳ O. 13.92

    ἐν οὐρανῷ O. 14.10

    ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ P. 1.15

    χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94

    δώμασιν ἐν χρυσέοιςP. 9.56

    ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.71

    οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισινN. 10.88 ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐν πελάγει O. 7.56

    ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν O. 7.57

    ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.3

    —4. “ ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47

    ἐν χέρσῳ N. 1.62

    ἐν πελάγει N. 3.23

    ἐν δΕὐξείνῳ πελάγει N. 4.49

    ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ N. 9.43

    ἐν πόντῳ I. 5.5

    ἐν πεδίῳ I. 8.54

    ἐν πόντῳ I. 9.7

    πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16. ἐν πόντῳ P. Oxy. 2622. 13 ad ?fr. 346.

    ἐν ναυσὶ κοίλαις O. 6.10

    ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81

    ἐν ναυσὶν P. 3.68

    ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2

    ἐν ναυσὶν I. 6.30

    κελεύθῳ τἐν καθαρᾷ O. 6.23

    ἀλλἔν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ (v. κρύπτω) O. 6.55

    πτολιπόρθοις ἐν μάχαις O. 8.35

    οὐλίῳ ἐν Ἄρει O. 9.76

    ταύτᾳ δἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ O. 10.51

    ἐν ἅπαντι κράτει O. 10.82

    ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις P. 1.47

    Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.22

    χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55

    ἐν ὄρει P. 3.90

    ἐν πολέμῳ P. 3.101

    ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ P. 4.8

    ἐν ἀγορᾷ P. 4.85

    ἐν πρύμνᾳ P. 4.194

    ἐν μέσσοις P. 4.224

    ἐν ἀλλοδαπαῖς ἀρούραις P. 4.254

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34 δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους i. e. inside N. 10.61

    καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    πατρωίαις ἐν ἀρούραις Pae. 6.106

    λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νει φίλῳ (supp. Zenodot)

    Πα.. 12. χρηστήριον[ ] ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκεν Pae. 9.41

    ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς (add. Boeckh: ἐν om. codd.) fr. 122. 7. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι (coni. Boeckh: ἐν cod.) Θρ.. 3. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες fr. 210.
    b at, before met.,

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.43
    3 in, contained in, surrounded by
    a of clothing, simm.

    χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων O. 6.8

    σπαργάνοις ἐν πορφυρέοιςP. 4.114

    Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13

    ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14

    τὸν μὲν ἐν ῥίνῳ λέοντος στάντα I. 6.37

    cf. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς ( harnessed to) fr. 234. 2.
    b contained in

    μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος N. 10.6

    καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις N. 10.36

    c of light and darkness.

    ἐν ὄρφνᾳ O. 1.71

    O. 13.70

    ἐν σκότῳ O. 1.83

    ἐν καθαρῷ O. 10.45

    φάει δὲ ἐν καθαρῷ P. 6.14

    σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38

    νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ (Heyne: φασι codd.) fr. 203. 2. met.,

    ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27

    d met.,

    εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54

    ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N.1.10.

    τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχε θέμεν μεγάλᾳ P. 4.75

    4 of feelings, thoughts.

    ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37

    ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος O. 10.63

    εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων P. 1.89

    αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219

    ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62

    a

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις O. 2.25

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ O. 4.26

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20

    οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    ἐν ἀγαθοῖς P. 2.81

    ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21

    σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107

    τρίταισιν δ' ἐν γοναῖςP. 4.143

    κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.281

    —2.

    ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295

    ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο P. 5.112

    ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας P. 5.114

    καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντP. 9.40 βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P.9. 77.

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι P. 9.119

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις P. 10.58

    πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34

    παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.32

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72

    —3.

    ἔστι δαἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80

    ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)

    φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.23

    ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.65

    ἀρετὰ ἐν σοφοῖς

    ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε N. 8.41

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος I. 1.31

    γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    ἄμμι δ' ἔοικε καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις ( when we talk of Farnell) I. 1.57

    Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24

    αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72

    εἶπε δεὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31

    Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων α[ Δ. 2. 2. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται fr. 105b. 1.

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Pae. 6.92

    b between

    οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27

    καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.223

    ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

    a

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75

    ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell) O. 6.12

    τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69

    πόλιν Ψλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62

    θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς P. 1.64

    οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὗ μὴ κρυπτέτω i. e. in the common good P. 9.93

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15

    τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (cf. P. 2.43) N. 10.28

    ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ I. 2.38

    ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. cf. ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς (in a public position) O. 13.49
    b in of musical terms. Λύδῳ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν ante τρόπῳ del. Schr. metri causa) O. 14.17—8.

    ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69

    πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖσιν coni. Turyn) N. 3.79 esp. to the accompaniment of, amidst

    ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς O. 5.19

    κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7

    ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    τὸν ( Ἀρκεσίλαν)

    ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104

    κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.27

    ἔν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    ]

    ἀοιδαῖς ἐν εὐπλε[κεσσι Pae. 3.12

    λτ;ἐν ἀοιδᾷ> supp. Snell e Σ pap. Pae. 14.20
    7 instrumental in, with, by means of

    τετραορίας ἐλελίχθονος, εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ κρατέων P. 2.5

    καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.85

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (ἐν om. codd.: supp. Tricl.) P. 11.46

    ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28

    κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    esp. with

    χείρ. οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63

    ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8

    ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον N. 1.52

    ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17

    χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 7.
    8 upon, into following verbs of movement.

    ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68

    ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16

    ὠπυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν P. 2.41

    καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (om. codd.: supp. Mosch.) P. 3.64 ἐν τᾷδ' ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας σπέρμα” (cf. I. 1.4) P. 4.42

    ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ μαινάδ' ὄρνιν P. 4.215

    τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ P. 8.12

    νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισιP. 9.63 ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος ( πρὸς coni. Boeckh) P. 9.114

    Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42

    [ πέσε δ' ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντι (coni. Fennel, Lobel: δοκέοντα codd.) N. 7.31]

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28

    ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.70

    χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26

    ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23

    μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6

    ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99

    τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163. φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ fr. 169. 21, cf. N. 3.62
    9 in respect of [ ἐν ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι (ἐν om. codd., add. V: ἐπ byz.) O. 1.113]

    ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47

    ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ

    ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51

    , cf. I. 1.57 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἁρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (om. codd.: supp. Er. Schmid) N. 3.58

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.15

    10 = σύν, with the aid of ἐν τίν κ' ἐθέλοι, Γίγαντας ὁς ἐδάμασας, εὐτυχῶς ναίειν (σὺν σοί. Σ.) N. 7.90
    11 in the hands of, in the power of

    ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71

    πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.30

    12 dub. ex. οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (ἐν add. metr. causa Hermann, edd. vulgo: ὁπότε codd.: ὁπόταν Trypho ap. Eustath.: ποτ' ἀνὰ Ammonius: v. ἐνίμηι) I. 1.25 [ νῦν αὖτ' ἐν Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ (codd.: ἐν del. Hermann) I. 6.5]
    13 frag. ] εν ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5.] ἐν χρ[ Πα. 13a. 25. ]ἐν κλ[ Πα. 13e. 4. ] ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e.
    a there

    ἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.5

    ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22

    b too, besides

    Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ N. 7.78

    ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἇμαρ (contra Radt, “Präposition in tmesi mit τύχεν”) Πα. 2.. σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων, ἐν δὲ κέχλαδεν ἐν δὲ ἐν δ' Δ. 2. 10—5. C ἐν prep. c. acc. v. ἐς B.
    ------------------------------------

    Lexicon to Pindar > ἐν

  • 6 έτσι

    1. επίρρ. так, таким образом;

    κάνε έτσι — сделай так;

    κάνε έτσι πού... — сделай так, чтобы...;

    μην κάνετε έτσι — не делайте так;

    ας γίνει έτσι — так тому и быть;

    έτσι δεν γίνεται δουλειά — так дело не пойдёт;

    πώς έτσι; — как же так? πώς έγινε έτσι; — как это случилось?;

    καί έτσι είναι — так оно и есть;

    δεν είναι έτσι — это не так;

    έτσι δεν είναι; — не так ли?;

    έτσι έ; — значит так?;

    κι' έτσι — итак;

    έτσι όπως πρέπει — так как следует;

    έτσι είμαι εγώ — таков я;

    με το έτσι θέλω — произвольно, явочным порядком;

    έτσι πού λες — вот какие дела;

    τό είπα έτσι — или έτσι τό είπα — я просто так это сказал;

    έτσι ακριβώς το είπα — я сказал именно так;

    § έτσι κι' έτσι — а) так себе, средне; — б) так или иначе; — во всяком случае; — всё равно;

    πώς είσθε;

    ------ κι' έτσι — как поживаете?— так себе;

    έτσι κι' έτσι δεν πρόκειται να ωφεληθώ ( — так или иначе) всё равно я ничего не выгадаю;

    έτσι είτε αλλιώς — так или иначе;

    κι' έτσι κι' αλλ(ο)ιώς — так или иначе;

    έτσι καί είναι — так и есть, это правда;

    τό δίνουν έτσι — бесплатно, даром дают;

    2. σύνδ.
    1) как только; когда, после того как;

    έτσι πείς — как только скажешь;

    έτσι εχάραξε η α,ύγή — как только занялась заря;

    έτσι φύγει ο παππάς — когда уйдёт отец;

    2) если;

    έτσι θελήσεις — если захочешь;

    έτσι τό μάθει αυτός — если он узнает об этом;

    § έτσι πού — или έτσι ώστε — так чтобы.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έτσι

  • 7 υπολογίζω

    1. μετ. подсчитывать, вычислять, высчитывать; насчитывать;
    2) включать в счёт, учитывать; δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί не поддаваться учёту; 3) принимать в расчёт (кого-что-л.); считаться (с кем-чем-л.);

    πρέπει να τον υπολογίζω — я должен с ним считаться;

    δεν υπολογίζει κανένα — он ни с кем не считается;

    2. αμετ. рассчитывать, надеяться (на что-л.);

    δεν υπολογίζω σε καμμιά βοήθεια — не рассчитывать ни на какую помощь;

    υπολογίζοντας... — в расчёте на...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπολογίζω

  • 8 Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά

    Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
    – Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά
    – Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
    – Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη
    Копейка рубль бережет
    Без копейки рубля не бывает
    Из гроша рубли растут
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά

  • 9 Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη

    Όποιος δεν οικονομεί τις πεντάρες, ποτέ του δεν θα φτιάξει λίρες
    – Λίγα και συχνά γεμίζουν τα πουγγιά
    – Μάζευε όταν μπορείς, για να έχεις όταν πρέπει
    – Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη
    Копейка рубль бережет
    Без копейки рубля не бывает
    Из гроша рубли растут
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μια δεκάρα οικονομημένη είναι μια δεκάρα κερδισμένη

  • 10 αλλάζω

    (αόρ. άλλαξα, παθ. αόρ. αλλάχτηκα, μτχ. ηρκ. αλλαγμένος и αλλασμένος) 1. μετ.
    1) менять, изменять;

    αλλάζω φύλλο ( — или τό χαβά) — менять тактику, поведение;

    αλλάζω την έννοια — извращать смысл;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать; — изменить мнение;

    αυτό δεν αλλάζει την υπόθεση — это не меняет дела;

    2) менять, сменять, переменять;

    αλλάζω τον αέρα — сменить, переменить климат;

    αλλάζω επάγγελμα — сменить квалификацию, переквалифицироваться;

    αλλάζω θέση — менять место, пересаживаться;

    αλλάζω σπίτι — переезжать на другую квартиру;

    αλλά γυναίκα (άνδρα) — сменить жену (мужа);

    αλλάζω ρούχα — сменить одежду, переодеться;

    αλλάζω ασπρόρουχα — менять нижнее бельё;

    αλλάζω τό μωρό — перепеленать ребёнка;

    αλλάζω την πληγή — делать перевязку;

    τό μωρό αλλάζει δόντια — у младенца меняются зубы;

    αλλάζω δόντια — протезировать зубы;

    άλλαξαν τ· άλογα τους они поменялись конями;
    3) менять, разменивать (деньги); άλλαξε μου ένα εκατοστάρικο разменяй мне сто драхм; 4) пересаживаться, делать пересадку;

    αλλάζω τραίνο — пересесть на другой поезд;

    § του άλλαξε τον αδόξαστο στο ξύλο он его здорово избил;
    του άλλαξε τον αδόξαστο στη δουλιά он его за- ставил работать до седьмого пота; 2. αμετ. 1) меняться, измениться;

    αλλάζω προς — то καλλίτερο — меняться к лучшему;

    αλλάζω έκφραση — меняться в лице;

    άλλαξαν οι καιροί времени изменились, времена не те;
    2) сменяться, заменяться;

    αλλάζει η κυβέρνηση — сменяется правительство;

    3) переодеваться; менять бельё;

    πρέπει να αλλάξω — мне нужно переодеться; — мне нужно сменить бельё;

    § αυτό αλλάζεν απροσ — другое дело;

    αν είναι όπως το λες, τότε αλλάζει — если это так, тогда другое дело;

    άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα αλλοιώς погов. ничего не изменилось, всё осталось по-прежнему; ≈ перевеска порток на другой гвоздок;
    ο λύκος κι· αν εγέρασε κν· άλλαξε το μαλλί του ούτε την γνώμην άλλαξε ούτε και την βουλή του (или την κεφαλή του) погов, волк каждый год линяет, да обычай не меняет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αλλάζω

  • 11 ενάγω

    (αόρ. ενήγαγον, παθ. αόρ. ενήχθην) μετ. возбуждать дело, привлекать к судебной ответственности, отдавать под суд;

    αν δεν σε πληρώσει πρέπει να τον ενάγεις — если он тебе не заплатит, ты должен подать на него в суд

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενάγω

См. также в других словарях:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»